εὐπατρίδης — of good or noble sire masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπατρίδης — ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας) αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας αρχ. 1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ οἴκων», Ευρ.) 2. (στην αρχαία Αθήνα) … Dictionary of Greek
εὐπατρίδαι — εὐπατρίδης of good or noble sire masc nom/voc pl (doric) εὐπατρίδᾱͅ , εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατριδᾶν — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατριδῶν — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατρίδαις — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατρίδην — εὐπατρίδης of good or noble sire masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατρίδου — εὐπατρίδης of good or noble sire masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατρίδῃ — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπατρίδῃσι — εὐπατρίδης of good or noble sire masc dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)